- ζενιθιακός
- και ζενιθικός, -ή, -ό και ζενίθ(ε)ιος, -α, -ο [ζενίθ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζενίθ («ζενιθιακή απόσταση αστέρα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζενιθιακός — ζενιθιακός, ή, ό και ζενιθικός, ή, ό ό,τι έχει σχέση με το ζενίθ: Ζενιθική απόσταση (η απόσταση ενός αστεριού από το ζενίθ του τόπου στον οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… … Dictionary of Greek
ζενιθικός — ή, ό βλ. ζενιθιακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)